- αμειδίαστος
- -η, -ο [μειδιῶ]αυτός που δεν χαμογελά ή δεν χαμογέλασε, κατηφής, σκυθρωπός, αγέλαστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμειδίαστος — η, ο επίρρ. α σκυθρωπός, αγέλαστος: Ήταν άνθρωπος στυφός, αμειδίαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμείδητος — ἀμείδητος, ον (Α) [μειδιῶ] αμειδίαστος, σκυθρωπός, σκοτεινός … Dictionary of Greek
αμειδής — ἀμειδής, ές (Α) [μειδιῶ] αμειδίαστος, αγέλαστος, σκυθρωπός … Dictionary of Greek
αμειδίατος — ἀμειδίατος, ον (Α) [μειδιῶ] αμειδίαστος, σκυθρωπός … Dictionary of Greek